«εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.» (Λουκ. ί, 48)
Με αυτό το αίτημα παρουσιάζεται η Μάρθα ενώπιον του Κυρίου. Του ζητεί να επιβάλη εις την αδελφήν της, Μαρίαν, να την βοηθήση εις τας φροντίδας, εις τας οποίας αυτή περιεσπάτο. Αλλ’ ως γνωστόν, το αίτημα της Μάρθας ένεινεν ανικανοποίητον. Ο Κύριος δεν το εδέχθη, δεν το υιοθέτησεν, άρα δεν το ενέκρινεν. Σεν είναι σπανία η περίπτωσις κατά την οποίαν ο άνθρωπος θέτει εις τον Θεόν ένα αίτημα, και ο Θεός δεν ανταποκρίνεται εις αυτό.
Συμβαίνει, εν τούτοις, ορισμένα αιτήματά μας προς τον Θεόν-και διά της Θεοτόκου και των Αγίων αναφερόμενα- να μένουν ανεκπλήρωτα. Ασφαλώς και ο καθ’ ένας εξ ημών έχει εις την ζωήν του περιπτώσεις, κατά τας οποίας εζήτησε κάτι από τον Θεόν, και ο Θεός δεν ανταπεκρίθη θετικώς εις τα αιτήματά του. Διατί άρα γε συμβαίνει τούτο; Εις την περίπτωσιν της Μάρθας, που αναφέραμεν, δεν ενέκρινε το αίτημά της ο Κύριος, διότι δεν ήτο σύμφωνον με την ιδικήν Του βουλήν και κρίσιν. Άραγε, και εις τας δικάς μας περιπτώσεις, αυτό συμβαίνει πάντοτε;
Όχι, αδελφοί μου. Κάθε περίπτωσις αιτήματος, που μένη ανικανοποίητον και αναπάντητον εκ μέρους του Θεού, δεν είναι περίπτωσις απαραδέκτου αιτήματος. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι, λόγοι, τους οποίους η σοφία του Θεού γνωρίζει, ο δε άνθρωπος οφείλη πάντοτε να επαναπαύεται εις το θέλημα του Θεού. Είτε κρίνει ο Θεός ότι δεν είναι τώρα η κατάλληλος στιγμή, δια να δώση αυτό που Του ζητούμεν, και αναβάλλει, διά να μας εξασκήση συνάμα εις την υπομονήν και να μας δοκιμάση εις την πίστην, είτε κρίνει ότι άλλο συμφέρει εις υμάς. ο Απόστολος Παύλος ο οποίος υπέφερεν από μίαν ασθένειαν αθεράπευτον, έλεγε: «τρίς τον Κύριον παρεκάλεσα, ίνα αποστή απ’εμού» (Κορ. ιβ, 8). Εζήτει να τον απαλλάξη ο Θεός από τον «σκόλοπα» της ασθενείας, και τούτο όχι δια να μη υποφέρη, αλλά διά να προσφέρει απρόσκοπτα τον εαυτόν του εις την διακονίαν του Ευαγγελίου. Ήτο λοιπόν βέβαιον, ότι ένα τέτοιο αίτημα, αυτό καθεαυτό, δεν ήτο από τα μη αρεστά εις τον Θεόν. Αλλ’ο Κύριος έκρινεν, ότι άλλο χρειάζεται εις τον Παύλον. Και ο Παύλος, με την κατανόησιν αυτήν, έλεγεν, ότι ο Θεός παιδεύει «επί το συμφέρον, εις το μεταβαλείν της αγιότητος αυτού» (Εβρ. ιβ, 10). Επιτρέπει ο Κύριος ωρισμένας θλίψεις προς το συμφέρον μας, δια να μας καταρτίση μέσω αυτών «εις το μεταβαλείν της αγιότητος αυτού». Και άλλοτε πάλιν ο ίδιος απόστολος λέγει ότι «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε, 3-5). Με την θλίψιν ο πιστός άνθρωπος δοκιμάζεται και αποδεικνύεται δόκιμος ενώπιον του Θεού, και η δοκιμασία αυτή του στερεώνει την ελπίδα, και η ελπίς του πιστού δεν μένη κατησχυμένη και ανεκπλήρωτος.
Ώστε λοιπόν δεν είναι τεκμήριον του απαραδέκτου του αιτήματος το ότι ο Κύριος δεν το ικανοποιεί. Μπορεί να είναι θεάρεστον το αίτημα, και επαινετόν ίσως, αλλά η σοφία του Θεο΄τάλλως κρίνει εν προκειμένω. Μήπωε εις την καθημερινήν μας προσευχήν δεν μας υπέδειξεν ο Κύριος να ευχώμεθα «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν»;. Όταν όμως ο Θεός κρίνη ότι ένας πειρασμός χρειάζεται, διά να δοκισμασθή η θέλησίς μας, τότε η προσευχή του πιστού γνωρίζει την οφειλομένην συνέχειαν, «αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Ζητούμεν τότε δύναμιν και βοήθειαν, διά να νικήσωμεν τον πειρασμόν.
Έτσι τοποθετείται το ζήτημα αυτό. Ο χριστιανός, επομένως, οφείλει, αφού αναφέρη το αίτημά του εις τον Θεόν, να λέγη πάντοτε «πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως σύ». Έτσι μας εδίδαξεν ο Κύριος διά του παραδείγματός του, «παρελθέτω (είπεν) απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως σύ». (Μάτθ. κς, 39). Πολλά ποτήρια πίνει ο άνθρωπος εις την ζωήν του, και πολλάκις φθάνουν, ως προσευχή, εις τα χείλη του τα λόγια, «Κύριε, απάλλαξέ με από αυτήν την δοκιμασίαν». Αλλά πρέπει να προσθέτη «πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως σύ».
Ας κατανοήσωμεν λοιπόν, όπως ανεπτύχθη, το ζήτημα των ανικανοποιήτων αιτημάτων και ας κρατήσωμεν ως συμπέρασμα, ότι δεν είναι πάντοτε μη αρεστά εις τον Θεόν τα αιτήματά μας, ενώ υπάρχουν βεβαίως και τοιαύτα αιτήματα μη αρμόζοντα εις τον χριστιανόν. Ας εξετάζωμεν πάντως, μήπως τα αιτήματά μας αποδεικνύουν έλλειψιν πνευματικής αντιμετωπίσεως των πραγμάτων και ας συμβουλευώμεθα και τον πνευματικόν πατέρα, και άλλα πνευματικά πρόσωπα, περί του τι είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, «δ ο κ ι μ ά ζ ο ν τ ε ς τ ι ε σ τ ι ν ε υ ά ρ ε σ τ ο ν τ ω Κ υ ρ ί ω» (Εφες. ε’ 10). Πέραν τούτου δε ας επαναπαυώμεθα εις το θέλημα του Κυρίου, είτε θετική είναι, είτε αρνητική (διότι απάντησις Θεού είναι και η αρνητική). Με αυτήν την χριστιανικήν αντιμετώπισιν των ζητημάτων θα αποδείξωμεν την πνευματικότητά μας και θα ελκύσωμεν πλουσίαν την ευλογίαν του Κυρίου εφ’ υμάς και επι τα αιτήματα ημών.
Πηγή: Από το βιβλίο Εόρτια Μηνύματα, Κηρύγματα επι ταις εορταίς, Αρχιμανδρίτου Νικοδήμου Λ. Βαλληνδρά, Αθήνα 1964
Επιμέλεια Χρίστος Κονταξής Ιεροσπουδαστής
Αφήστε μια απάντηση